- άσφαιρος
- η , ο [ος , ον ] незаряженный (об оружии); холостой (о выстреле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσφαιρος — η, ο ο χωρίς σφαίρες ή βλήματα («άσφαιρα πυρά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
άσφαιρος — η, ο αυτός που δεν περιέχει σφαίρα, βόλι, μπάλα (αντίθ. ένσφαιρος, η, ο): Οι ασκήσεις των στρατιωτών τη μέρα εκείνη γίνονταν με άσφαιρα πυρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβολίδωτος — η, ο [βολιδωτός] ο δίχως βολίδα, δίχως βόλι, άσφαιρος … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek